- κτερισμάτων
- κτερίσματαneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αιγίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου στεγάζεται στην αναπαλαιωμένη παλαιά δημοτική αγορά της πόλης (Αγίου Ανδρέου 3 & Μιχαλακοπούλου), που χτίστηκε το 1890, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ. Εγκαινιάστηκε το 1994, αλλά ανέστειλε τη λειτουργία του από το… … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
κτέρισμα — Προσφορά προς τιμήν του νεκρού, κατά την αρχαιότητα. Η λέξη προέρχεται από την λέξη κτέρας, που σήμαινε την ιδιοκτησία ή το δώρο. Κ. ονομάζονται κυρίως τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού, τα οποία τοποθετούσαν κοντά του και μέσα στον τάφο ή… … Dictionary of Greek
τυμβωρυχία — η, ΝΜΑ [τυμβωρύχος] ανόρυξη τάφου με σκοπό τη σύληση του, τη διαρπαγή τών κτερισμάτων νεοελλ. (ποιν. δίκ.) το άνοιγμα τάφου και η σύληση τού νεκρού, δηλαδή η αφαίρεση θαμμένων μαζί του κινητών πραγμάτων, με σκοπό την παράνομη περιουσιακή ωφέλεια… … Dictionary of Greek
Βεργίνα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 1.246 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Βρίσκεται σε απόσταση 12 χλμ. από τη Βέροια. Στη Β. βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Μακεδονίας και όλης της … Dictionary of Greek
Μουσείο Κεραμεικού — Βρίσκεται στα αριστερά της εισόδου του αρχαιολογικού χώρου του Κεραμεικού (Ερμού 148, Αθήνα), χτίστηκε το 1937, με δωρεά του Γερμανού βιομήχανου Gustav Oberlander, και επεκτάθηκε τη δεκαετία του 1960. Στεγάζει τα ευρήματα των ανασκαφών που… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αβδήρων — Το Α.Μ.Α. θεωρείται το καλύτερο παράδειγμα ανάμεσα στα καινούργια τοπικά επαρχιακά μουσεία. Η πλούσια συλλογή του καλύπτει μία μεγάλη χρονική περίοδο, από την ίδρυση της πόλης από Ίωνες αποίκους στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. έως τον 13ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek